- θυμομαχία
- θυμομαχία, ἡ (Α)πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + -μαχία (< -μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχία, οδο-μαχία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμομαχίᾳ — θυμομαχίᾱͅ , θυμομαχία desperate fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμομαχίας — θυμομαχίᾱς , θυμομαχία desperate fight fem acc pl θυμομαχίᾱς , θυμομαχία desperate fight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek